Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
τάχυνση — η, Ν [ταχύνω] επιτάχυνση … Dictionary of Greek
τάχυνση — η επιτάχυνση, επίσπευση, βιασύνη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)